ὀρνιθόγαλον

ὀρνιθόγαλον
ὀρνῑθό-γᾰλον, τό,
A starflower, Ornithogalum umbellatum, v.l. for ὄρνιθος γάλα, Dsc.2.144; gen. pl.

-γάλων Gal.19.739

; nom. sg. ornithogale, Plin.HN21.102.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρνιθογάλων — ὀρνιθόγαλον starflower neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθόγαλο — Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική του ονομασία είναι ο. το σκιαδανθές. Είναι βολβόρριζο, έχει φύλλα γραμμοειδή, με μία λευκή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”